Ο προϊστορικός οικισμός, αποκαλύφθηκε το 2009[1] κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εκσκαφικών εργασιών για την κατασκευή μιας τάφρου που διευθετεί τα νερά των χειμάρρων που καταλήγουν στις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη. Η θέση του εντοπίζεται 1.650 μ. ανατολικά της σημερινής όχθης της λίμνης Κορώνειας, σε πεδινή περιοχή με εύφορα εδάφη και μικρά ρέματα που καταλήγουν στις λίμνες. Οι επιχώσεις του βρίσκονται κάτω από παχύ στρώμα αποθέσεων που φθάνει το πάχος των 5μ. Δεδομένης της απουσίας επιφανειακών ευρημάτων λόγω του μεγάλου βάθους στο οποίο βρίσκονται τα κατάλοιπα του οικισμού, ο προσδιορισμός της έκτασης που καταλαμβάνει είναι δύσκολος χωρίς την εκτέλεση μικρογεωτρήσεων. Με μια πρόχειρη εκτίμηση που βασίζεται στα ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται ότι δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 5 στρέμματα.
Αμέσως μετά τον εντοπισμό της θέσης, ακολούθησε σύντομη διερευνητική ανασκαφή, με σκοπό τη διαπίστωση της έκτασης που καταλαμβάνουν τα κατάλοιπα του οικισμού εντός της τάφρου και το πάχος των ανθρωπογενών επιχώσεων, προκειμένου να προσδιοριστεί ο χρόνος και το απαραίτητο κονδύλιο για τη διεξαγωγή σωστικής ανασκαφικής έρευνας, αφού η μετάθεση της χάραξης της «Ενωτικής Τάφρου» ήταν αδύνατη. Με τις διερευνητικές τομές, διαπιστώθηκε ότι η τάφρος τέμνει τον οικισμό σε ζώνη μήκους 180 μ. και πλάτους 27 μ. περίπου και το πάχος της επίχωσης δεν ξεπερνούσε τα 0,50μ.
Η σωστική ανασκαφή[2] της θέσης άρχισε το 2013 μετά την ένταξή της ως υποέργο στο πρόγραμμα «ΕΣΠΑ 2007-2013» και με διακοπές λόγω των καιρικών συνθηκών, ολοκληρώθηκε στο τέλος του 2015. Ο υπό ανασκαφή χώρος χωρίστηκε σε δύο ζώνες, στη βόρεια και στη νότια πλευρά της κοίτης της παλιάς τάφρου που με την κατασκευή της είχε ήδη καταστραφεί μέρος των επιχώσεων του οικισμού σε πλάτος 10μ. περίπου. Τις δύο πρώτες περιόδους (3/9/2013-2/1/2014 και 18/06/2014-24/01/2015) ερευνήθηκε η νότια ζώνη με 76 τετράγωνα διαστάσεων 5x5μ., ενσωματώνοντας στον κάναβο και τις διερευνητικές τομές του 2009. Η βόρεια ζώνη ανασκάφηκε με 19 τετράγωνα, από 07/05/2015 έως 31/10/2015.
Με την ανασκαφή διαπιστώθηκε ότι ο χώρος κατοικήθηκε με διακοπές κατά της διάρκεια τριών περιόδων στις οποίες αντιστοιχούν όχι παντού ευδιάκριτα, τρία στρώματα επίχωσης. Το βαθύτερο χρονολογείται στην νεολιθική, το επόμενο στην εποχή του σιδήρου και το ανώτερο στους ρωμαϊκούς χρόνους. Το στρώμα της νεολιθικής περιόδου εντοπίζεται σχεδόν σε όλη την ερευνημένη έκταση. Το δεύτερο που περιέχει ευρήματα της πρώιμης εποχής του σιδήρου και αφορά μάλλον μια μικρής έκτασης εγκατάσταση, περιορίζεται στο κέντρο του ερευνημένου χώρου. Το τρίτο στρώμα εντοπίστηκε σε μικρή έκταση, στην ανατολική πλευρά του χώρου, όπου αποκαλύφθηκε και τμήμα θεμελίωσης ίσως κάποιας αγροικίας των ρωμαϊκών χρόνων, αφού τα λιγοστά ευρήματα αυτής της περιόδου δεν θα δικαιολογούσαν την ύπαρξη εγκατάστασης μεγαλύτερης έκτασης. Η επιφάνεια του φυσικού εδάφους πάνω στην οποία εντοπίζεται η νεολιθική εγκατάσταση, έχει ελαφρά κλήση προς την πλευρά της λίμνης, που βρίσκεται στα δυτικά. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ του κεντρικού χώρου και του δυτικού τμήματος του οικισμού ξεπερνά το ενάμιση μέτρο. Την κλίση αυτή ακολουθεί και η νεολιθική επίχωση σε όλο το μήκος του ανασκαμμένου χώρου. Χαρακτηριστικό για τη στρωματογραφία της θέσης είναι η απουσία στείρων στρωμάτων μεταξύ των επιχώσεων των διαφορετικών περιόδων κατοίκησης του χώρου και η διαταραχή των αρχαιότερων από τις νεότερες κατασκευές και τα ορύγματα. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι νεότεροι λάκκοι είχαν διανοιχθεί στις επιχώσεις παλαιότερων, με αποτέλεσμα την αναμόχλευση των καταλοίπων και την αδυναμία του στρωματογραφικού διαχωρισμού των ευρημάτων. Μετά την ρωμαϊκή περίοδο στην οποία χρονολογούνται τα κατάλοιπα της τελευταίας ανθρώπινης παρουσίας, η θέση καλύφθηκε με παχύ στρώμα προσχώσεων, το οποίο όπως αναφέρθηκε παραπάνω ξεπερνά το πάχος των 5μ.
Η αρχιτεκτονική του νεολιθικού οικισμού χαρακτηρίζεται από τη χρήση ημιυπόγειων οικιών από τις οποίες διατηρήθηκαν μόνο οι λάκκοι που αποτελούσαν το υπόγειο τμήμα τους. Από το σύνολο των 118 λάκκων που ανασκάφηκαν, φαίνεται ότι οι 18 από αυτούς αποτελούσαν το υπόγειο τμήμα οικιών. Οι μεγάλες διαστάσεις τους, όπως και η αποκάλυψη σε κάποιους από αυτούς δαπέδων εστιών ή φούρνων αλλά και πασσαλοτρυπών, παραπέμπουν σε οικιστική χρήση. Οι περισσότεροι από αυτούς τους λάκκους έχουν ακανόνιστο σχήμα που έχει προκύψει από τη συνένωση περισσότερων μικρών λάκκων. Οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 6,50Χ3,50 έως 2,80Χ2,00μ. Το βάθος τους είναι μικρό και δεν ξεπερνά τα 0,50 μ. Στην επίχωση κάποιων λάκκων βρέθηκαν κομμάτια ψημένων πηλών, τα οποία φαίνεται ότι προέρχονται από φούρνους και όχι από κάποιον τοίχο[3]. Όλοι σχεδόν οι λάκκοι που ερμηνεύθηκαν ως κατάλοιπα οικιών, βρίσκονται στο κέντρο του χώρου που ερευνήθηκε, τοποθετημένοι σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και χωρίς κάποια ιδιαίτερη διάταξη. Οι υπόλοιποι λάκκοι, με διάμετρο από 0,60-1,50μ., και βάθος από 0,30 έως 1,00μ. περίπου, κυκλικής ή ελλειψοειδούς κάτοψης, φαίνεται ότι σχετίζονται με την αποθήκευση αγαθών. Σε έναν από αυτούς διαπιστώθηκε η χρήση πηλού για την επάλειψη των τοιχωμάτων και του δαπέδου του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο λάκκοι, που λόγω του βάθους τους, ερμηνεύθηκαν ως πηγάδια. Η κάτοψή τους είναι κυκλική διαμέτρου περίπου 0,85 μ. και τα τοιχώματά τους λαξευμένα με επιμέλεια, κατακόρυφα στο φυσικό έδαφος. Η ανασκαφή τους δεν μπόρεσε να φθάσει μέχρι το επίπεδο του πυθμένα τους, λόγω της εμφάνισης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα σε βάθος περίπου 1,5 μ. από την επιφάνεια του φυσικού εδάφους. Όμοια χρήση ίσως είχαν και κάποιοι μικρότεροι σε βάθος λάκκοι, στους οποίους καταλήγουν αυλάκια σκαμμένα στην επιφάνεια του φυσικού εδάφους[4], που πιθανόν λειτουργούσαν για τη διοχέτευση νερού.
Δάπεδα φούρνων και εστίες αποκαλύφθηκαν τόσο εντός των λάκκων όσο και σε ανοιχτούς χώρους. Οι εστίες που εντοπίστηκαν σε ανοιχτούς χώρους καθώς δεν σχετίζονται με κάποια από τις οικίες, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ήταν κοινόχρηστες. Τα δάπεδα των φούρνων, με σωζόμενες διαστάσεις που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούσαν σε διάμετρο το ένα μέτρο, ήταν κατασκευασμένα από μία ή περισσότερες στρώσεις πηλού, πάνω σε μια στρώση πλακαρών λίθων και οστράκων μεγάλων αγγείων. Τα τοιχώματά τους ήταν και αυτά κατασκευασμένα από πηλό. Η αποσπασματική διατήρησή των δαπέδων των φούρνων δεν βοηθάει στην αναγνώριση της κάτοψής τους ούτε του τύπου στον οποίο ανήκουν.
Ο χώρος του οικισμού στα δυτικά, στο χαμηλότερο μέρος του εξάρματος οριοθετείται από μια τάφρο της οποίας ερευνήθηκε ένα μικρό τμήμα σε μήκος 9 μ. Το πλάτος της κυμαίνεται από 2,95 έως 3,65 μ. και το ερευνημένο βάθος της 1,7μ. Η αδυναμία ολοκλήρωσης της ανασκαφής της σε όλο της το βάθος λόγω της κάλυψής της από τα νερά των έντονων βροχοπτώσεων που διατηρήθηκαν στο χώρο έως και τη λήξη της ανασκαφής, δεν επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό του βάθους της. Τα τοιχώματά της είναι λαξευμένα λοξά στο φυσικό έδαφος. Μετά την εγκατάλειψή της και αφού καλύφθηκε με άμμο μάλλον με φυσικές διαδικασίες, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό κάποιων από τους κατοίκους του οικισμού. Στο ανώτερο στρώμα της αμμώδους επίχωσής της αποκαλύφθηκαν οκτώ ταφές με τους νεκρούς τοποθετημένους σε συνεσταλμένη στάση. Εξαίρεση αποτελεί ο νεκρός του τάφου 7, ο οποίος βρισκόταν σε στάση πρηνηδόν με τον κορμό σε έκταση, τα κάτω άκρα λυγισμένα προς τα πίσω στο ύψος των γονάτων και τα άνω άκρα τοποθετημένα κατά μήκος του κορμού με τις παλάμες κάτω από τη λεκάνη. Στο θώρακα έφερε περίαπτο κόσμημα από όστρεο με δύο οπές ανάρτησης. Λόγω της σύστασης του εδάφους δεν στάθηκε δυνατό να εντοπιστούν οι λάκκοι των τάφων. Άλλος ένας τάφος που θα πρέπει να χρονολογείται στη εποχή του σιδήρου, αποκαλύφθηκε λίγα μέτρα ανατολικά της τάφρου, σε περιοχή στην οποία δεν έχουν αποκαλυφθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Πρόκειται για κιβωτιόσχημο τάφο, με τοιχώματα κτισμένα με ωμές πλίνθους, διαστάσεων 1,88Χ0,85μ. που ήταν κατασκευασμένος μέσα σε λάκκο διαστάσεων 1,92Χ1,20μ. και βάθους 1,30 μ. Τα τοιχώματα του τάφου βρέθηκαν καταστραμμένα, με τις πλίνθους πεσμένες στο εσωτερικό του και μόνο οι χαμηλότερες σειρές ήταν διατηρημένες στη θέση τους. Από το πλήθος των πεσμένων πλίνθων, φαίνεται ότι δεν ήταν κτισμένος μέχρι το περιχείλωμα του λάκκου, αλλά μόνο μέχρι το ήμισυ περίπου του βάθους του. Ο νεκρός ήταν ακτέριστος, τοποθετημένος σε ελαφρά συνεσταλμένη στάση με τα χέρια λυγισμένα στους αγγόνες και τοποθετημένα μπροστά στο πρόσωπο.
Η εγκατάσταση της εποχής του σιδήρου καταλαμβάνει περιορισμένη έκταση στο κέντρο της νότιας ζώνης. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αυτής της περιόδου περιορίζονται σε ένα ρηχό τετράπλευρο όρυγμα, στο κέντρο του οποίου αποκαλύφθηκε το δάπεδο φούρνου. Στην ίδια περίοδο με βάση τα ευρήματα φαίνεται ότι χρονολογείται και μικρός αριθμός λάκκων που εντοπίστηκαν στην ίδια περιοχή και μάλλον είχαν αποθηκευτική χρήση.
Στο ανατολικότερο τμήμα της ανασκαφής αποκαλύφθηκε τμήμα τοίχου, που ήταν κατασκευασμένος από μεσαίους αργούς λίθους, με κατεύθυνση Β-Ν. Διατηρήθηκε σε μήκος 2,60μ., πλάτος 0,50μ. και ύψος 0,22μ. αποτελούμενος από δύο σειρές λίθων. Με βάση τα ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοχή του, θα πρέπει να χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στην ίδια πλευρά του ανασκαμμένου χώρου του οικισμού διατηρήθηκε αποσπασματικά τετράπλευρο κτίσμα που το εσωτερικό του διαιρείται σε δύο χώρους με μεσοτοιχία. Ο νότιος τοίχος του δεν σώθηκε. Οι τοίχοι διατηρούνται σε ύψος ενός δόμου, πλάτους 0,60μ., ενώ αποτελούνται από μεσαίου μεγέθους αργούς λίθους, που συνδέονται μεταξύ τους με λάσπη. Οι σωζόμενες διαστάσεις κτηρίου είναι 5,95μ. x 2,40μ.
Από την ανασκαφική έρευνα, διαπιστώνεται ότι η αρχική εγκατάσταση καταλαμβάνει μικρή έκταση, πάνω σε χαμηλό έξαρμα στην ανατολική πλευρά της λίμνης Κορώνειας. Το ανάγλυφο της θέσης ίσως ήταν ακόμα πιο έντονο, με μεγαλύτερη βύθιση στης επιφάνειας του εδάφους προς την πλευρά της λίμνης, η οποία ίσως απείχε περισσότερο από ότι σήμερα. Από την περίοδο της εγκατάλειψης της νεολιθικής θέσης μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, φαίνεται ότι δεν έχει μεσολαβήσει κανένα σοβαρό επεισόδιο πρόσχωσης της περιοχής, αφού μεταξύ των στρωμάτων των τριών περιόδων που αντιπροσωπεύονται, δεν έχει εντοπιστεί στείρο στρώμα. Καθώς η θέση βρίσκεται στο μέσο περίπου της λεκάνης του Λαγκαδά, αν κατά την περίοδο κατοίκησής της όλη η ευρύτερη περιοχή ήταν επίπεδη, το αναμενόμενο θα ήταν πάνω στα κατάλοιπα των οικισμών να συσσωρεύονται προσχώσεις μετά από κάθε εγκατάλειψη. Αντίθετα, με βάση το λεπτό στρώμα που καλύπτει τους λάκκους, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι μέρος των επιχώσεων του νεολιθικού οικισμού, όπως και των άλλων περιόδων έχουν ξεπλυθεί, που είναι χαρακτηριστικό των οικισμών που βρίσκονται σε κορυφές ή πλαγιές λόφων. Προφανώς η συσσώρευση των προσχώσεων γινόταν αρχικά σε χαμηλότερα εδάφη, μέχρι την πλήρωση όλων των κοιλοτήτων και την δημιουργία της επίπεδης επιφάνειας που χαρακτηρίζει σήμερα την περιοχή. Ενδεικτικό για τον ρυθμό απόθεσης είναι το πάχος των 5 τουλάχιστον μέτρων που συσσωρεύθηκαν από τους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι και σήμερα,[5]. Η υπόθεση ότι η εγκατάσταση του οικισμού βρισκόταν πάνω σε χαμηλό έξαρμα, θα μπορούσε να ενισχυθεί από το γεγονός της επανεπιλογής της για την εγκατάσταση έστω και μιας μικρής ομάδας, μετά από μεγάλα διαστήματα εγκατάλειψης, λόγω της ορατότητάς της πριν καλυφθεί όλη η περιοχή από προσχώσεις.
Από τα δέκα δείγματα οστών ζώων που αναλύθηκαν στάθηκε δυνατό να χρονολογηθούν τα τρία που έδωσαν τις ακόλουθες τιμές[6]:
Αριθμός Εργαστηρίου | Δείγμα | Είδος | Hλικία 14C (ΒΡ) | δ13C (‰) | Βαθμονομημένη Ηλικία (BC) | Πιθανό-τητες |
DEM – 3114 (MAMS-32189) | Αρ. Δειγμ. 1, Τετρ. Γ24 #11, Λάκκος 72 | Οστό ζώου | 6901 ± 28 | -14,2* | 5802 – 5735 π.Χ. 5843 – 5724 π.Χ. | (68,2%) (95,4%) |
DEM – 3119 (MAMS-31191) | Αρ. Δειγμ. 6 Τετρ.Γ9 #6, Λάκκος 106 | Οστό ζώου | 6795 ± 28 | -19,1* | 5714 – 5666 π.Χ. 5726 – 5641 π.Χ. | (68,2%) (95,4%) |
DEM – 3121 (MAMS-31192) | Αρ. Δειγμ. 8, Τετρ. Γ10 #18, Λάκκος 106 | Οστό ζώου | 6952 ± 33 | -24,8* | 5881 – 5787 π.Χ. 5965 – 5741 π.Χ. | (68,2%) (95,4%) |
Με την ανασκαφική έρευνα βρέθηκαν περισσότερα από 1100 μικροαντικείμενα, κυρίως λίθινα και οστέινα εργαλεία, αποστρογγυλεμένα όστρακα, πυραμιδόσχημα στηρίγματα, πήλινα πηνία, σφονδύλια και πήλινοι ατρακτόσχημοι πεσσοί σφενδόνας.
Η κεραμική της νεολιθικής εγκατάστασης
Η κεραμική της Κορώνειας εντάσσεται στην παράδοση της λεκάνης του Λαγκαδά, όπου διαμορφώνεται ένα τοπικό ιδίωμα, όπως εξάλλου προκύπτει από τις θέσεις Λητή Ι και ΙΙΙ, αλλά και τη Μικρή Βόλβη. Ενισχύεται έτσι η διαπίστωση, πως στη συγκεκριμένη περιοχή αναπτύσσονται στοιχεία διαφοροποιητικά από εκείνα της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Μολονότι η μελέτη της κεραμικής είναι σε εξέλιξη, είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της. Από κάποια χαρακτηριστικά, όπως είναι το χρώμα της επιφάνειας και κάποια είδη διακόσμησης (Barbotine, γραπτή, φαρδιές επάλληλες αυλακώσεις) φαίνεται ότι χρονολογικά θα πρέπει να εντάσσεται σε δύο διαφορετικές φάσεις της νεολιθικής[7].
Η κεραμική, αν και είναι αρκετά φθαρμένη με το ποσοστό της αδιάγνωστης να ανέρχεται περίπου σε 40%, επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Έτσι, σε μεγάλο ποσοστό το χρώμα της επιφάνειας των αγγείων είναι μαύρο, ενώ τα καστανά και τα κόκκινα διατηρούν υψηλή αντιπροσώπευση. Επισημαίνεται πάντως ότι η αναλογία καστανέρυθρης και μαύρης κεραμικής δεν είναι ομοιογενής σε όλο τον οικισμό, παρότι πάντα συνυπάρχουν.
Στο μεγαλύτερο μέρος της (37,1%) είναι στιλβωμένη (burnished) και ακολουθεί η λειασμένη (smoothed) με ποσοστό 15,3%. Ο μεγάλος αριθμός λειασμένων αγγείων αποτελεί μάλλον μία τοπική προτίμηση, που όμως περιορίζεται αισθητά στη νεότερη φάση. Η γυαλισμένη (polished) κεραμική είναι λιγοστή (2,1%), γεγονός που εν μέρει οφείλεται στην κακή διατήρηση. Αδρή εξωτερική επιφάνεια φέρουν τα ταψιά (7,4%).
Η διακόσμηση όπως παρατηρήθηκε και στις άλλες θέσεις της λεκάνης του Λαγκαδά, είναι περιορισμένη (1.4%). Η γραπτή συνίσταται σε δέσμες λεπτών λευκών γραμμών, συνήθως κατακόρυφων, σε μαύρο βάθος στιλβωτό ή γυαλισμένο. Επίσης, τα λευκοστεφή σπάνια σώζουν κόκκινες γραμμές στο λευκό βάθος. Μικρός είναι ο αριθμός των μελανοστεφών, ενώ τα ερυθροστεφή απουσιάζουν, όπως επίσης και τα εγχάρακτα. Λίγα μεγάλα αγγεία κοσμούνται με επίθετη εμπίεστη (με δακτυλιές) ταινία στο χείλος ή λίγο χαμηλότερα. Εμπιέσεις με νύχια υπάρχουν σποραδικά στο χείλος σφαιρικών ή ημισφαιρικών φιαλών. Λίγα όστρακα φέρουν barbotin. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούνται δύο κατηγορίες barbotin. Στην πρώτη, η οποία εμφανίζεται συχνότερα, υπάρχουν μικρά σφαιρικά επιθήματα, διάσπαρτα ή σε σειρές. Στη δεύτερη κατηγορία barbotin μέτρια ποσότητα πηλού έχει τοποθετηθεί στην επιφάνεια των αγγείων χωρίς να απλωθεί συστηματικά.
Στη νεότερη φάση η γραπτή διακόσμηση παραμένει περιορισμένη, όπως επίσης η εγχάρακτη και η εμπίεστη. Αντίθετα, εμφανίζεται για πρώτη φορά η αυλακωτή διακόσμηση, η οποία μάλιστα παρουσιάζει υψηλό ποσοστό (σχεδόν 20%).
Στα σχήματα των πρώιμων φάσεων κυριαρχούν τα ανοικτά με ποσοστό 56,5%, ενώ μόλις το 5% αποδίδεται με ασφάλεια σε κλειστά αγγεία. Η αναλογία αυτή, μολονότι δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική, μιας και το 38,5% είναι αδιάγνωστο, είναι παρά ταύτα ενδεικτικά.
Τα ανοικτά αγγεία είναι κυρίως φιάλες κωνικές, ενώ αρκετές είναι οι σφαιρικές και ημισφαιρικές. Υψηλός είναι επίσης ο αριθμός των φιαλών με τροπίδωση και τοιχώματα συνηθέστερα κάθετα, αποκλίνοντα και σιγμοειδή. Οι τροπιδώσεις είναι πλήρεις και απαλές, χωρίς να απουσιάζουν λίγα σχετικά δείγματα με απότομες και οξείες τροπιδώσεις. Αισθητά μικρότερος είναι ο αριθμός των κυπέλλων, τα οποία ακολουθούν σχηματολόγιο αντίστοιχο με εκείνο των φιαλών. Τέλος, τα ανοικτά σχήματα συμπληρώνουν τα ταψιά.
Τα κλειστά αγγεία διατηρούνται αποσπασματικά, με αποτέλεσμα συχνά το σχήμα τους να μην εξακριβώνεται με ασφάλεια. Έχουν λαιμό κοντό, κυλινδρικό, ενώ συχνά διαμορφώνουν μόνο στόμιο. Το σώμα τους είναι συνηθέστερα σφαιρικό, και σπάνια τροπιδωτό, με εξαίρεση τα λευκοστεφή.
Την κατηγορία των μαγειρικών αγγείων αποτελούν κυρίως τα ταψιά. Χρησιμοποιούνται όμως παράλληλα βαθιές φιάλες σφαιρικές και ενίοτε ημισφαιρικές. Εξ αιτίας της αποσπασματικής διατήρησης δεν είναι δυνατό να αποσαφηνιστεί το σχήμα των αποθηκευτικών αγγείων. Πρόκειται ωστόσο για αρκετά μεγάλα αγγεία, με τοιχώματα ευθύγραμμα ή ελαφρώς καμπύλα, πάχους περίπου 2εκ.
Τέλος, στις ιδιαιτερότητες της κεραμικής της Κορώνειας συγκαταλέγονται η σποραδικότητα των επιθημάτων, κυκλικών ή ημικυκλικών, και κυρίως η πλήρης απουσία λαβών. Η τελευταία φαίνεται να συνιστά μία επιλογή των κατοίκων, εφόσον η χρήση λαβών, αφενός εμφανίζεται στις γειτονικές θέσεις της Λητής και της Μ. Βόλβης και αφετέρου είναι γενικότερα διαδεδομένη κατά τη μέση και νεότερη νεολιθική.
Στη νεότερη φάση τα κλειστά αγγεία είναι λιγοστά και το σχήμα τους δεν τεκμηριώνεται με βεβαιότητα. Στα ανοικτά κυριαρχούν οι φιάλες, οι οποίες είναι μαύρες στιλβωτές, κωνικές, ημισφαιρικές ή τροπιδωτές. Οι κωνικές και ημισφαιρικές έχουν συχνά έντονα έσω νεύον χείλος, το οποίο αρκετές φορές κοσμείται με αυλακώσεις. Οι τροπιδωτές, συνηθέστερα με σιγμοειδή τοιχώματα, φέρουν ενίοτε αυλακωτή διακόσμηση στην τροπίδωση. Περιορισμένος είναι ο αριθμός των κυπέλλων και των ταψιών. Τέλος, εμφανίζονται λαβές, αν και διατηρούν περιορισμένη αντιπροσώπευση.
Η κατασκευή των αγγείων ακολουθεί την τεχνική των επάλληλων κουλούρων πηλού και είναι συχνά ευδιάκριτη λόγω της διάβρωσης του υλικού. Στα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των πρώιμων φάσεων αναφέρουμε την παρουσία οπών, διαμέτρου μικρότερης του 0,5 εκ., σε δακτυλιόσχημες και λίγες δισκόμορφες βάσεις.
Τα λίθινα τριπτά εργαλεία από τον νεολιθικό οικισμό[8]
Το υπό μελέτη υλικό απαριθμεί 259 αντικείμενα, τα οποία μελετήθηκαν μακροσκοπικά και ταξινομήθηκαν στις εξής κατηγορίες: εργαλεία με κόψη, εργαλεία τριβής, εργαλεία κρούσης, εργαλεία πολλαπλών χρήσεων, διάφορα λίθινα τριπτά αντικείμενα, πρώτες ύλες και υποπροϊόντα κατασκευής, όπου εντοπίστηκαν αντικείμενα που ορίζονται ως στρατηγικού και ευκαιριακού σχεδιασμού[9]. Τα τεχνουργήματα χρησιμοποιήθηκαν για ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων, όπως η επεξεργασία εδώδιμων, ή μη, ουσιών, η διαμόρφωση, διατήρηση ή τροποποίηση αντικειμένων από άλλα υλικά, όπως ξύλο, οστό, κέρατο, πηλός, δέρμα και η υλοτόμηση ή άλλες ξυλουργικές εργασίες.
Οι πρώτες ύλες του υπό μελέτη συνόλου παρουσιάζουν ποικιλία σε τύπους, οι οποίοι στο σύνολό τους είναι τοπικής προέλευσης. Η προμήθειά τους φαίνεται πως πραγματοποιούταν από δευτερογενείς αποθέσεις, δηλαδή από ρέματα, όχθες και κοίτες από γειτονικά ποτάμια ή από τη λίμνη.
Στον οικισμό της Κορώνειας παρατηρήθηκαν διάφοροι τρόποι διαχείρισης των λίθινων τριπτών αντικειμένων που σχετίζονται με τη διαμόρφωση, τη μεταποίηση, τη χρήση και την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής τους. Τέλος, συναντώνται δύο παραδείγματα ανακύκλωσης σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπου λίθινα τριπτά αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν ως υπόστρωμα του πήλινου δαπέδου των εστιών 2 και 4.
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τα οστέινα τέχνεργα από τον προϊστορικό οικισμό στη Κορώνεια[10].
Η προκαταρκτική εξέταση των 49 οστέινων τέχνεργων που βρέθηκαν στην ανασκαφή του οικισμού, έδωσε ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς την επεξεργασία των οστών. Με εξαίρεση ένα ημίεργο εργαλείο, όλα τα αντικείμενα ήταν ολοκληρωμένα κατασκευαστικά. Περίπου τα μισά τέχνεργα διατηρούνται σχεδόν ακέραια ενώ τα υπόλοιπα σώζονται σχεδόν κατά το ήμισυ σε κακή κατάσταση διατήρησης και φέρουν αρκετά ιζήματα που καθιστά σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη τη μελέτη των ιχνών κατασκευής και χρήσης. Ως προς την πρώτη ύλη, φαίνεται πως υπήρξε προτίμηση σε μακρά οστά μικρόσωμων ζώων καθώς πάνω από το 80 % των τεχνέργων είναι διαμορφωμένα σε τέτοιου είδους οστά. Η εκμετάλλευση των πλευρών και των δοντιών είναι πάρα πολύ χαμηλή και όχι ιδιαιτέρα δημοφιλής όπως περίπου και στους περισσότερους νεολιθικούς οικισμούς της Βορείου Ελλάδος.
Ως προς τα είδη των τέχνεργων, εκτός από δυο κοσμήματα, όλα τα υπόλοιπα τέχνεργα είναι εργαλεία (n=47). Τα περισσότερα από αυτά είναι αιχμηρά ενώ υπάρχει μόνο ένα λοξότμητο εργαλείο, ένα εργαλείο με δυο πιθανές αιχμηρές απολήξεις όπως επίσης και δυο τμήματα από πιθανές βελόνες. Τα περισσότερα αιχμηρά εργαλεία διαμορφώθηκαν σε διχοτομημένα μεταπόδια μικρών ζώων και τα υπόλοιπα σε διχοτομημένα πλευρά, σε τμήματα διαφύσεων μακρών οστών ή σε σχεδόν ολόκληρα μακρά οστά.
Αν και προς το παρόν δεν έγινε μικροσκοπική ανάλυση των ιχνών χρήσης των εργαλείων, είναι πιθανό η πλειοψηφία των εργαλείων να χρησιμοποιήθηκε σε παραγωγικές δραστηριότητες εντός και εκτός οικισμού όπως στην κατεργασία και συρραφή δερμάτων, διακόσμηση αγγείων και ειδωλίων και πιθανότατα σε αλιευτικές δραστηριότητες.
[1] Βλ. και Σ. Κώτσος, Ελ. Τσελεπή ΑΔ 2014 και ΑΔ 2015, χρονικά.
[2] Ο εντοπισμός της θέσης έγινε από τον ωρομίσθιο αρχαιοφύλακα Γ. Βαλαβάνη, ο οποίος είχε την ευθύνη της παρακολούθησης των εκσκαφικών εργασιών. Η ανασκαφική έρευνα έγινε με την συμμετοχή των ωρομίσθιων αρχαιολόγων: Ι. Νίνου, Τ. Βουζαρά, Ε. Τσελεπή, Αν. Κιαμηλίδου και Ευ. Ρούκα, Ευ. Χριστοδουλίδου, Παν. Μπάκα και Αλ. Καραγιάννη.
[3] Με βάση τα δεδομένα της ανασκαφής αλλά και τα μέχρι τώρα γνωστά παράλληλα από τα Βαλκάνια (βλ. Σ. Κώτσος, 2018, Οι Νεολιθικές εγκαταστάσεις από την 7η έως την 5η χιλιετία π.Χ. στις λεκάνες του Αξιού και του Μοράβα. διδ. διατριβή κατατεθειμένη στο ΑΠΘ) φαίνεται ότι οι ημιυπόγειες νεολιθικές οικίες αποτελούνται από ένα ρηχό όρυγμα πάνω από το οποίο ήταν κατασκευασμένη η στέγη από ελαφρά υλικά, χωρίς να μεσολαβεί η ύπαρξη κάποιου χαμηλού ή και ψηλότερου τοίχου που θα περιέβαλλε τον λάκκο.
[4] Στον νεολιθικό οικισμό της Λητής ΙΙΙ, που βρίσκεται δυτικά την λίμνης Κορώνειας, αποκαλύφθηκαν δύο λάκκοι οι οποίοι συνδέονται με όμοια αυλάκια (βλ. K. Τζαναβάρη, Σ. Kώτσος, E. Γκιούρα, 2002. Λητή ΙΙΙ. Μια νέα νεολιθική θέση στη λεκάνη του Λαγκαδά, ΑΕΜΘ 16, 211-222).
[5] Αντίστοιχο φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και στη δυτική πλευρά της λίμνης Κορώνειας, στην περιοχή της τούμπας του Περιβολακίου, όπου, με τη διεξαγωγή διερευνητικών γεωτρήσεων, διαπιστώθηκε ότι οι προσχώσεις φθάνουν το πάχος των 8 μ. (βλ. A. Λιούτας, Σ. Κώτσος, 2001. Επίπεδος προϊστορικός οικισμός στο Περιβολάκι Λαγκαδά - Καταστροφή ή κληρονομιά στους αρχαιολόγους των επόμενων αιώνων;, ΑΕΜΘ 15, 195-204 και S. Kotsos 2014. Settlement and housing during the 6th millennium B.C. in western Thessaloniki and the adjacent Langadas province, στο 1912-2012. Εκατό χρόνια έρευνας στην προϊστορική Μακεδονία. Θεσσαλονίκη).
[6] Η ραδιοχρονολόγηση έγινε από τον Γιάννη Μανιάτη στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος».
[7] Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται και από την στρωματογραφία της τάφρου που τμήμα της ερευνήθηκε. Εδώ διαπιστώνονται δύο φάσεις: η μια αφορά την κατασκευή και χρήση της και η δεύτερη μετά την εγκατάλειψή της, τη χρήση του χώρου για ταφή των νεκρών. Το ζήτημα της αναγνώρισης των φάσεων του οικισμού αναμένεται να θα λυθεί με την ολοκλήρωση της μελέτης της κεραμικής που γίνεται από την Ελένη Τσελεπή στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής υπό την επίβλεψη της επίκουρης καθηγήτριας του ΔΠΘ Ντ. Ούρεμ-Κώτσου.
[8] Η μελέτη των λίθινων τριπτών αντικειμένων της νεολιθικής φάσης της εγκατάστασης του οικισμού της Κορώνειας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εκπόνησης της μεταπτυχιακής εργασίας της Ελευθερίας Αλμασίδου που κατατέθηκε στο ΑΠΘ.
[9] για τους συγκεκριμένους ορισμούς βλ. J. L. Adams, 2002. Ground Stone Analysis: a Technological Approach. Salt Lake City, The University of Utah Press και A. Stroulia, 2010. Flexible Stones. Ground Stone Tools from Franchthi Cave. Excavations at Franchthi Cave, Greece, τομ. 14. Bloomington, Indianapolis, Indiana University Press.
[10] Η μελέτη των οστέινων εργαλείων και κοσμημάτων γίνεται από τον Χριστόφορο Αραμπατζή, υποψήφιο Διδάκτορα του Institute of Archaeological Sciences, University of Bern, Switzerland.